Δοκιμάζοντας κανείς να βάψει κάποιο έπιπλο ή κάποια, οποιαδήποτε ξύλινη επιφάνεια, διαπιστώνει πως δεν είναι καθόλου εύκολο να φτάσει στο τέλειο αποτέλεσμα που είχε στο νου του. Κι όμως.
Στην πραγματικότητα είναι εύκολο, αν προσέξει τρία πράγματα: την επιμελημένη προετοιμασία, την επιλογή του κατάλληλου είδους χρώματος και τη σωστή τεχνική κατά τη χρησιμοποίηση του πινέλου, του ρολού ή του σπρέι.
Το υπόστρωμα
Κάθε επιφάνεια που χρωματίζεται μπορεί να γίνει μόνο όσο ομαλή και λεία όσο είναι και το υπόστρωμα. Στις ξύλινες επιφάνειες αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προηγηθούν τρία διαδοχικά στάδια τριψίματος, συνήθως με 60άρι, 80άρι και 120άρι γυαλόχαρτο. Όταν πρόκειται για μασίφ ξύλο, η επιφάνεια υγραίνεται λίγο με ένα βρεγμένο πανί πριν από το τελευταίο τρίψιμο. Οι ίνες του ξύλου φουσκώνουν και ανορθώνονται με το βρέξιμο και, όταν στεγνώσουν, κυριολεκτικά «ξυρίζονται» με το ψιλό γυαλόχαρτο.
Οι πλάκες MDF ουσιαστικά δε χρειάζονται τρίψιμο. Τα σόκορα όμως χρειάζονται ιδιαίτερη επεξεργασία. Στα σημεία αυτά το υλικό είναι τραχύ και εξαιρετικά απορροφητικό, οπότε στο τελικό φινίρισμα θα υπάρξουν μεγάλες χρωματικές διαφορές αν δεν παρθούν τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά είναι το συμπληρωματικό αστάρωμα* με αστάρι που κλείνει τους πόρους και το διπλό πέρασμα με χρώμα στην αρχή του βαψίματος.
Τα εργαλεία
Οι δυνατότητες επιλογής περιορίζονται ανάμεσα σε ρολά, πινέλα και σπρέι. Τα σπρέι είναι εύκολα στη χρήση, αλλά δύσκολα χρωματίζονται με αυτά μεγάλες επιφάνειες χωρίς να εμφανιστούν κάποιες ατέλειες. Επίσης, σημαντική ποσότητα χρώματος εξανεμίζεται, κάνοντας τη μέθοδο αυτή σε πολλές περιπτώσεις ασύμφορη. Βάφοντας με σπρέι, πρέπει να προσέχει κανείς να αλλάζει διαδρομή της εκτοξευμένης δέσμης, έξω πάντα από τη βαφόμενη επιφάνεια, για να μην έχει ανεπιθύμητα σταξίματα.
Το βάψιμο με πινέλο απαιτεί περισσότερη δεξιοτεχνία, ειδικά όταν η επιφάνεια πρέπει να γίνει λεία. Τα περάσματα γίνονται σταυρωτά και διαγώνια, για να είναι όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφη και ομαλή η στρώση του χρώματος. Πάντως σε στενές ή ανάγλυφες επιφάνειες και σε δυσπρόσιτα σημεία, η χρήση του πινέλου κρίνεται απαραίτητη.
Το ρολό παραμένει το πιο «βολικό» εργαλείο για λείες επιφάνειες. Για τα βερνικοχρώματα, καταλληλότερα είναι τα ρολά μοχαίρ και για τα ακρυλικά, τα ρολά από βελουτέ αφρώδες υλικό. Τα συνηθισμένα ρολά γενικής χρήσης κάνουν και για τα δύο είδη χρωμάτων, δεν μπορεί όμως να περιμένει κανείς τέλειο αποτέλεσμα.
Κατηγορίες χρωμάτων
Το πλήθος και η ποικιλία των πολύχρωμων κουτιών στα χρωματοπωλεία δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχουν… άπειρα είδη χρωμάτων. Στην πραγματικότητα, όλα σχεδόν υπάγονται σε δύο κατηγορίες: στα ακρυλικά και στα χρώματα συνθετικών ρητινών. Στα ακρυλικά, τα συστατικά υλικά και οι χρωστικές ύλες διαλύονται σε νερό. Αυτό τα κάνει να στεγνώνουν πολύ γρήγορα, χωρίς αναθυμιάσεις. Υστερούν όμως ως προς την ευκολία εφαρμογής τους και τη σκληρότητα της βαμμένης επιφάνειας.
Για ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, η επικάλυψη γίνεται σε τρία τουλάχιστον στάδια. Όταν πάντως οι απαιτήσεις δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές και, κυρίως, για έπιπλα παιδικών δωματίων, τα ακρυλικά κρίνονται ως τα καταλληλότερα και θεωρούται τελείως αβλαβή.
Στα χρώματα συνθετικών ρητινών, οι χρωστικές ουσίες και τα πηκτικά μέσα διατηρούνται σε υγρή μορφή με διαλύτες, που εξατμίζονται κατά το βάψιμο. «Στρώνουν» καλύτερα από τα ακρυλικά και συνήθως το πολύ δύο περάσματα αρκούν.
Η βαμμένη επιφάνεια είναι σκληρότερη και λιγότερο ευαίσθητη, παρουσιάζει όμως μια τάση κιτρινίσματος με τον καιρό. Επιπλέον, έχουν εκφραστεί κατά καιρούς διάφορες ανησυχίες, καθώς ορισμένοι διαλύτες εκλύουν αναθυμιάσεις και μετά το βάψιμο, για αρκετό χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και οι περισσότερες βιομηχανίες καταβάλλουν συνεχώς προσπάθειες βελτίωσης των προϊόντων τους και πραγματικά πολλά από τα σύγχρονα χρώματα συνθετικών ρητινών είναι άοσμα και σχεδόν εντελώς ακίνδυνα για την υγεία.
Η επιλογή του βαθμού «λάμψης» των χρωμάτων είναι καθαρά θέμα γούστου. Τα σατινέ και τα ματ είναι κατά μέσο όρο λίγο ακριβότερα, γιατί σε αυτά προστίθεται και το μέσο που τα «θαμπώνει». Τα πολύ γυαλιστικά* πάλι έχουν το μειονέκτημα να φαίνεται πάνω τους και η παραμικρή γρατσουνιά.
Βάψιμο: Κλείσμο πόρων & εμποτισμός
Το βάψιμο δε γίνεται μόνο για αισθητικούς λόγους αλλά και για προστασία. Μια απόλυτα στεγανή στρώση αδιαβροχοποιεί την ξύλινη επιφάνεια. Παράδειγμα, ένας πάγκος κουζίνας από μασίφ ξύλο πρέπει να είναι μόνιμα προστατευμένος από την υγρασία και τα νερά. Μόνο η σωστή επεξεργασία μπορεί να τον προφυλάξει από τις συνέπειες αυτής της καθημερικής ταλαιπωρίας.
Κλείσιμο των πόρων
Όλες οι επιφάνειες ενός πάγκου κουζίνας πρέπει να καλυφθούν με παχιά στρώση βερνικιού. Σε αυτές περιλαμβάνονται και όλες οι ακμές κοπής (τα σόκορα) που υπήρχαν ή που δημιουργήθηκαν, όπως στο άνοιγμα για την τοποθέτηση του νεροχύτη. Οποιοδήποτε απροστάτευτο σημείο ανοίγει στα νερά δρόμο προς το γυμνό ξύλο που, αργά ή γρήγορα, θα φουσκώσει και θα ξεφλουδίσει.
Η φροντίδα για την πλήρη προστασία αρχίζει από την προετοιμασία της ξυλόπλακας. Τα κοψίματα πρέπει να γίνονται ολόισα και να υπάγονται και οι ακμές του ανοίγματος στη διαδικασία της τριπλής λείανσης. Οι κώχες πρέπει να «σπάνε» λίγο ή, ακόμα καλύτερα, να «στρογγυλοποιούνται» με τη φρέζα. Το βερνίκι πιάνει πολύ καλύτερα στις στρογγυλεμένες άκρες.
Το πρώτο πέρασμα γίνεται με αραιωμένο βερνίκι. Βερνίκια συνθετικών ρητινών αραιώνονται με περίπου 10% διαλυτικό (ίδιας μάρκας) και βερνίκια ακρυλικά με 10% νερό. Η αραίωση αυτή έχει δύο σκοπούς: τη βαθύτερη διείσδυση μέσα στο ξύλο και την αποτελεσματικότερη λείανση, χάρη στο φούσκωμα και την ανόρθωση των ινών.
Εμποτισμός
Η διαδικασία του εμποτισμού αποτρέπει επίσης τη διείσδυση του νερού στο ξύλο, αφήνοντας όμως τους πόρους της ξύλινης επιφάνειας ανοιχτούς. Τα πλεονεκτήματα είναι μια πιο φυσική και ζωντανή εμφάνιση, καλύτερη ανάδειξη των νερών του ξύλου και δυνατότητα τοπικής επισκευής μικροφθορών και λεκέδων. Μειονεκτήματα, η ανάγκη επανάληψης του εμποτισμού σε τακτά χρονικά διαστήματα, η πιο δαπανηρή επεξεργασία και η μη ολοκληρωτική προστασία του ξύλου.
Για τον εμποτισμό του ξύλου χρησιμοποιούνται κυρίως ειδικά λάδια, ειδικά κεριά ή ορισμένοι συνδυασμοί λαδιού και κεριού. Τα συνηθισμένα βερνίκια κρίνονται ακατάλληλα λόγω της σύνθεσής τους.
Θεωρητικά και σύμφωνα με τις οδηγίες των κατασκευαστών, ο εμποτισμός προσφέρει επαρκή προστασία ακόμα και στον πάγκο εργασίας με το νεροχύτη. Η πράξη όμως δείχνει ότι ίχνη αλάτων και φουσκώματα παρουσιάζονται πιο γρήγορα σε επιφάνειες που έχουν εμποτιστεί παρά σε εκείνες που έχουν κλειστεί οι πόροι τους.
Βάψιμο: Ανανέωση βαμμένων επιφανειών
Κανονικά, το ξαναβάψιμο παλιών χρωματισμένων επιφανειών δε διαφέρει πολύ από το αρχικό βάψιμο. Υπάρχει η δέσμευση όμως της χρησιμοποίησης χρώματος του ίδιου είδους. Η παλιά στρώση και η καινούρια θα πρέπει απαραίτητα να έχουν την ίδια βάση διαλυτικού μέσου.
Πάνω δηλαδή σε χρώμα συνθετικών ρητινών, μόνο βερνίκι συνθετικών ρητινών μπορεί να περαστεί και πάνω σε ακρυλικό, μόνο ακρυλικό.
Η εξακρίβωση για το είδος του παλιού χρώματος γίνεται με διαλυτικό γενικής χρήσης, που εφαρμόζεται επίμονα σε κάποιο σημείο με ένα πινέλο. Το ακρυλικό διαλύεται ενώ το χρώμα συνθετικών ρητινών αντέχει.
Προετοιμασία
Τα παλιά χρώματα δεν είναι απαραίτητο να αφαιρεθούν ολοκληρωτικά. Σημασία έχει να… εξαφανιστούν, χωρίς να αφήσουν υπόλοιπα, όλα τα ξεκολλημένα κομμάτια καθώς και εκείνα που γεννούν κάποιες αμφιβολίες για τη σταθερότητά τους. Χρειάζεται όμως προσοχή, να μην απομείνουν μετά το ξύσιμο και το τρίψιμο «σκαλοπάτια» μεταξύ του γυμνού ξύλου και εκείνου που διατηρεί την παλιά επίστρωση.
Για την αφαίρεση των παλιών χρωμάτων, υπάρχουν τρεις μέθοδοι, που καθεμία έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.
Με το μηχανικό τρόπο, ξύσιμο και τρίψιμο, η δουλειά απλοποιείται αλλά προκαλεί πολλή σκόνη. Με το χη-μικό τρόπο (ρη-μούβερ) γίνεται πιο γρήγορα, υπά-ρχουν όμως αναθυμιάσεις και μυρωδιές. Το πιστολέτο θερμού αέρα έιναι πιο «άνετο» αλλά και αποτελεσματικό μόνο σε χρώματα συνθετικών ρητινών. Τελικά, το τρίψιμο αποδεικνύεται πρακτικότερο, αφού προετοιμάζει το ξύλο και για το νέο βάψιμο που θα επακολουθήσει.
Κάτι που οπωσδήποτε εντάσσεται στη διαδικασία της ανακαίνισης είναι και η επισκευή των φθαρμένων σημείων. Ειδικά όταν πρόκειται για πόρτες και παράθυρα, τα σημάδια του χρόνου και της καθημερινής χρήσης είναι φανερά. Και πάλι λοιπόν, σχετικά με τον επισκευαστικό στόκο, ισχύει η διάκριση της βάσης του υλικού, που θα πρέπει να είναι αντίστοιχη με εκείνη του χρώματος. Αν η επιφάνεια πρόκειται να περαστεί με διαφανές βερνίκι, επιλέγεται ξυλόστοκος με την ανάλογη απόχρωση.
Η σειρά των εργασιών
Σε φρεσκάρισμα θυρών και παραθύρων, μετά από υποχρεωτικό τριπλό τρίψιμο (γυαλόχαρτο 60άρι, 80άρι, 120άρι) το ξύλο ασταρώνεται για να έχει καλύτερη πρόσφυση το χρώμα. Το αστάρι ή πράιμερ συντελεί πολύ και στην εξομάλυνση μικρών ανωμαλιών ή ανοιγμένων πόρων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα καλό τρίψιμο. Άλλωστε και το ίδιο το αστάρι πρέπει να τριφτεί, με 240άρι γυαλόχαρτο, πριν από το πρώτο πέρασμα του χρώματος.
Πολύ συχνά οι πόρτες έχουν ταμπλάδες και διάφορα ανάγλυφα προφίλ.Τα παράθυρα επίσης είναι πολλές φορές χωρισμένα με λεπτά καΐτια.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν τηρηθεί μια σωστή σειρά στις εργασίες χρωματίσματος, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απογοητευτικό. Στις ταμπλαδωτές πόρτες βάφονται πρώτα οι εσοχές γύρω από τους τα-μπλάδες, ακολουθούν οι επίπεδες επιφάνειες και, τέλος, χρωματίζονται οι κορνίζες. Στα παράθυρα βάφονται πρώτα τα καΐτια, σε δύο στάδια, και μετά οι κορνίζες και τα πλαίσια. Στις στενές επιφάνειες χρησιμοποιείται πινέλο, από φυσική τρίχα αν το χρώμα είναι συνθετικών ρητινών και από τεχνητή τρίχα αν είναι ακρυλικό. Οι μεγαλύτερες επιφάνειες βάφονται με ρολό.
Όταν η ανανέωση της παλιάς επιφάνειας γίνεται με βερνίκι διαφανές, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Πρώτα-πρώτα κάθε υπόλοιπο παλιάς μπογιάς πρέπει να αφαιρεθεί τελείως. Η διαφάνεια του βερνικού δεν επιτρέπει ημίμετρα. Πρέπει επίσης η επισκευή των φθαρμένων σημείων να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Η απόχρωση του ξυλόστοκου να είναι απόλυτα ταιριαστή με την απόχρωση του γυμνού ξύλου.
Τέλος, το τρίψιμο πρέπει να είναι πραγματικά τέλειο, καθώς δεν πρόκειται να επακολουθήσει κάποιο… σω-τήριο πέρασμα με καλυπτικό αστάρι. Αντίθετα, το πρώτο χέρι, με αραιωμένο κατά 10% διαφανές βερνίκι, που παίζει ρόλο ασταρώματος, θα αναδείξει πιο έντονα κάθε ατέλεια ή λάθος.
Γενικά λοιπόν, αν δεν υπάρχει η αναγκαία εμπειρία, η αλλαγή της εμφάνισης μιας ξύλινης επιφάνειας από βαμμένη σε βερνικωμένη στο φυσικό χρώμα του ξύλου, κρύβει πολλές δυσκολίες.
Μέταλλα και συνθετικά υλικά
Το συνθετικό υλικό χρειάζεται κάποια ειδική μεταχείριση, σε σχέση πάντα και με το χρώμα που θα χρησιμοποιηθεί. Συνήθως γίνεται πριν το βάψιμο μια απολίπανση με ειδικό διαλυτικό μέσο και τρίψιμο με ψιλό γυαλόχαρτο (180άρι). Κάποτε ήταν απαραίτητα ορισμένα ειδικά χρώματα για τις επιφάνειες των συνθετικών. Τώρα, τα περισσότερα σύγχρονα χρώματα, ακρυλικά ή συνθετικών υλικών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Στη συσκευασία αναγράφεται η συμβατότητα καθώς και το ειδικό υλικό πρόσφυσης για το αστάρωμα. Στα μέταλλα, χρησιμοποιούνται κατά κανόνα ειδικά χρώματα. Οι επιφάνειες απολιπαίνονται, τρίβονται και ασταρώνονται. Το αστάρι πρέπει να είναι αυτό που συνιστά ο παρασκευαστής του χρώματος. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθεί αστάρι το οποίο δεν είναι κατάλληλο, η πρόσφυση δε θα είναι καλή και το χρώμα θα ξεφλουδίσει.